θαλαμοειδής

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που έχει σχήμα θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ειδής (< είδος), πρβλ. αψιδοειδής, σπηλαιοειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].