θαλαμοειδής
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Greek Monolingual
-ές
αυτός που έχει σχήμα θαλάμου («θαλαμοειδείς τάφοι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ειδής (< είδος), πρβλ. αψιδοειδής, σπηλαιοειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Γουζέλη].