ηπατοπάθεια

Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
γενικός όρος για οποιαδήποτε πάθηση του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatopathy < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + -pathy (πρβλ. -πάθεια < -παθής < πάθος)].