θειόδαμος

Revision as of 09:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

v. θειοδάμη.


English (Slater)

θειόδαμος ?
   nbsp;1 god compelled ]πατρὸς ἑοῖο[ ]θειόδαμον[ ]πέφνε Δρυ[ (Δρύ[αντα παῖδα supp. T. Lodi, sc. de Dryante a patre Lycurgo necato: Θειοδάμαν[τα] Δρύ[οπα Wil. sc. de Theiodamante Dryope ab Hercule victo) ?fr. 355. 9.

Greek Monolingual

θειόδαμος, -άμη, -ον (Α)
1. αυτός που δαμάζει τους θεούς
2. το θηλ. θειοδάμη
επίθ. της Εκάτης, ως δαμάστριας των θεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο- + -δαμος (< δάμνημι «δαμάζω), πρβλ. γυιό-δαμος, ιππό-δαμος].