ομηχανή η οποία μετατρέπει τη θερμότητα σε μηχανικό έργο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + κινητήρας. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. moteur thermique)].