θερμοκινητήρας

Revision as of 09:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
μηχανή η οποία μετατρέπει τη θερμότητα σε μηχανικό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + κινητήρας. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. moteur thermique)].