κινητήρας
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
Greek Monolingual
ο (Α κινητήρ, -ῆρος) κινώ
αυτός που κινεί κάτι, αυτός που δίνει κίνηση σε κάτι («ὁ κινητὴρ δὲ γᾱς», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. (μηχανολ.) είδος μηχανής που μετατρέπει μη μηχανική ενέργεια, φυσικής ή τεχνητής προέλευσης, σε κινητική ενέργεια η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κίνηση μηχανικών συγκροτημάτων που παράγουν ωφέλιμο έργο χωρίς την καταβολή μυϊκής δύναμης
2. φρ. α) «σύγχρονος κινητήρας» — ηλεκτρική μηχανή που μετατρέπει την ηλεκτρική ισχύ εναλλασσόμενου ρεύματος σε μηχανική ισχύ, χρησιμοποιώντας διέγερση συνεχούς ρεύματος
β) «υδραυλικός κινητήρας» — χαρακτηρισμός μηχανής που μετατρέπει σε μηχανική ενέργεια τη δυναμική ενέργεια ελαίου υπό πίεση.