θηριοπρεπής

Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

German (Pape)

[Seite 1210] ές, thiermäßig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θηριοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς θηρίον, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. θηριοπρεπῶς, Κύριλλ. ἐν Ἅπ. τ. ΙΙ. σ. 293C, 310Ε, 378Α.

Greek Monolingual

-ές (Α θηριοπρεπής, -ές)
αυτός που αρμόζει σε θηρίο.
επίρρ...
θηριοπρεπῶς (Α)
με θηριοπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -πρεπής (< πρέπω «φαίνομαι, ομοιάζω»), πρβλ. αξιο-πρεπής, μεγαλο-πρεπής].