θηριοπρεπής
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
German (Pape)
[Seite 1210] ές, thiermäßig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θηριοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς θηρίον, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. θηριοπρεπῶς, Κύριλλ. ἐν Ἅπ. τ. ΙΙ. σ. 293C, 310Ε, 378Α.
Greek Monolingual
-ές (Α θηριοπρεπής, -ές)
αυτός που αρμόζει σε θηρίο.
επίρρ...
θηριοπρεπῶς (Α)
με θηριοπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -πρεπής (< πρέπω «φαίνομαι, ομοιάζω»), πρβλ. αξιοπρεπής, μεγαλοπρεπής].