θεόμητις

Revision as of 09:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ιδος, ἡ, A divinely wise, δίκη Maiist.54, cf. Suid.

German (Pape)

[Seite 1196] göttlich rathend, Nonn. par. 8, 121.

Greek (Liddell-Scott)

θεόμητις: ὁ, ἡ, θεόσοφος, Νόνν. Ἰω. 8. 43· κατὰ Σουΐδ. «θεόφρων, θεόβουλος»· θεομητέω, θεοφοροῦμαι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θεόμητις, -ήτιος ἡ (Α)
αυτή που δίνει θεϊκές συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μητις (< μήτις «σοφία»), πρβλ. αγλαό-μητις, λεπτό-μητις].