θεόβουλος

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόβουλος Medium diacritics: θεόβουλος Low diacritics: θεόβουλος Capitals: ΘΕΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: theóboulos Transliteration B: theoboulos Transliteration C: theovoulos Beta Code: qeo/boulos

English (LSJ)

θεόβουλον, = θεόμητις (divinely wise, inspired by divine wisdom), Phot., Suid.:—fem. θεοβούλη, of the Sibyl, Lact.Inst.1.6.7.

German (Pape)

[Seite 1195] VLL. Erkl. von θεόμητις.

Greek (Liddell-Scott)

θεόβουλος: -ον, = θεόμητις, Φώτ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

θεόβουλος, -ον, θηλ. και θεοβούλη (Α) (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που δίνει θεϊκές συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. άβουλος, σύμβουλος].