θυραβάθρα

Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

ἡ, A companion-ladder in a ship,PLond.3.1164h9(iii A.D.).

Greek Monolingual

θυραβάθρα, ἡ (Α)
σκάλα καθόδου στο εσωτερικό του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. + -βάθρα (< βά-θρον < βαίνω), πρβλ. ανα-βάθρα, απο-βάθρα.