ο, θηλ. ιδιοκτήτριααυτός που έχει στην κατοχή του δική του περιουσία, ο κτήτορας κινητού ή ακίνητου περιουσιακού στοιχείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο- + -κτήτης (< κτώμαι), πρβλ. πλοιο-κτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].