ἰθυβόλος, -ον (Α)1. αυτός που βάλλει κατευθείαν, που ρίχνει ίσια και πετυχαίνει τον σκοπό του2. νοήμονος, συνετός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακοντο-βόλος, πυρο-βόλος.