ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α)θήκη βελών, φαρέτρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόκη, αυλο-δόκη].