ἰοδόκη

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

German (Pape)

[Seite 1255] ἡ, Pfeilbehälter, Köcher, Ap. Rh. 2, 679; Posidipp. 1 u. Leon. Al. 11 (XII, 45. VI, 326).

Greek Monolingual

ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α)
θήκη βελών, φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόκη, αυλοδόκη].

Russian (Dvoretsky)

ἰοδόκη:колчан Anth.