ιοδόκη

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

ἰοδόκη και ἰοδόχη, ἡ (Α)
θήκη βελών, φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴος (II) + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. αμμοδόκη, αυλοδόκη].