ινοσάρκωμα

Revision as of 10:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
σπάνιος κακοήθης όγκος του ινώδους ιστού που εμφανίζεται σε νεαρά ενήλικα άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrosarcome < fibro- < fibre «ίνα» + sarcoma (πρβλ. σάρκωμα). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Ιούλιο Γαλβάνη].