ἰσουργός, -όν (Α)αυτός που εργάζεται εξίσου, κατά παρόμοιο τρόπο με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ουργός (< εργον), πρβλ. βαναυσ-ουργός, θερμ-ουργός].