ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α)(κατά τον Ησύχ.) πηγαίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η προέλευση του ρηματ. επιθ. ἰτητέον «πρέπει να πάει» και προέρχεται πιθ. από τον τ. ἴτης και κατάλ. -τάω (πρβλ. οπ-τάω, -ώ)].