ἰσόβοιος -ον (Α)1. αυτός που έχει αξία ενός βοδιού2. (κατά τον Ησύχ.) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόβοιονάνθος με μήκωνα (παπαρούνα).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱσ(ο)- + -βοιος (< βοῦς), πρβλ. ἀλφεσί-βοιος, μυριό-βοιος].