ἰσχνογάστωρ, ό, ἡ (Α)(για άλογο) αυτός που έχει ισχνή τη γαστέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -γάστωρ (< γαστήρ), πρβλ. ευρυ-γάστωρ, μεγαλο-γάστωρ].