ιχθυοπώλης

Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο, θηλ. ιχθυοπώλις (Α ἰχθυοπώλης, θηλ. ἰχθυόπωλις και ἰχθυοπώλαινα)
πωλητής ψαριών, ψαράς
αρχ.
το θηλ. ως επίθ. φρ. «ἰχθυόπωλις ἀγορά» — αγορά ή τμήμα αγοράς όπου πωλούνται ψάρια, τα ψαράδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -πώλης (< θ. πωλ- του ρ. πωλῶ), πρβλ. αρτο-πώλης, ιματιο-πώλης.