ἰσχυρόδετος

Revision as of 10:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον, A fastbound, Sch.A.Pr.148.

German (Pape)

[Seite 1273] festgebunden, Schol. Aesch. Prom. 146.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡρόδετος: -ον, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 148.

Greek Monolingual

ἰσχυρόδετος, -ον (Α)
δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτόδετος, λινόδετος].