καινοπραγῶ, -έω (Μ)κάνω κάτι νέο και ασυνήθιστο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- του πράττω, πρβλ. παρακμ. πέ-πραγ-α), πρβλ. αδικο-πραγώ, κακο-πραγώ].