καμπτρίον

Revision as of 13:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

καμπτρίον, τὸ (AM)
(υποκορ. του κάμπτρα) κιβώτιο, μικρή θήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμπτρα + υποκορ. κατάλ. -ίον, πρβλ. παιδ-ίον, τρυβλ-ίον].