καμπυλωτός

Revision as of 13:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

-ή, -ό
σχηματισμένος κατά καμπύλη γραμμή, αυτός που έχει καμπύλες γραμμές, καμπύλος, κυρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. -ωτός, πρβλ. θολ-ωτός, τουρλ-ωτός].