ηιατρ. γενικός όρος για τις παθήσεις της καρδιάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiopathy < cardio- (πρβλ. καρδιο-) + -pathy (πρβλ. -πάθεια < -παθής < πάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].