καστρίτης

Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στο κάστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σκην-ίτης, τεχν-ίτης)].