το1. το κυριότερο ή το μεγαλύτερο από τα χωριά μιας περιοχής2. το χωριό με αυτοκαλλιεργούμενες γεωργικές ιδιοκτησίες, κατ' αντιδιαστολή προς τα τσιφλίκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -χώρι (< χωρίον < χωρίον), πρβλ. αρχοντο-χώρι, γυφτο-χώρι].