κεφαλοχώρι

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

το
1. το κυριότερο ή το μεγαλύτερο από τα χωριά μιας περιοχής
2. το χωριό με αυτοκαλλιεργούμενες γεωργικές ιδιοκτησίες, κατ' αντιδιαστολή προς τα τσιφλίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -χώρι (< χωρίον < χωρίον), πρβλ. αρχοντοχώρι, γυφτοχώρι].