κεραυνοπληξία

Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η κεραυνόπληκτος
ιατρ. άμεση συνέπεια ηλεκτρικής εκκένωσης της ατμόσφαιρας, με τη μορφή κεραυνού, στο ανθρώπινο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνόπληκτος. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lighthing-flash syndrome].