κεραυνόπληκτος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραυνόπληκτος Medium diacritics: κεραυνόπληκτος Low diacritics: κεραυνόπληκτος Capitals: ΚΕΡΑΥΝΟΠΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: keraunóplēktos Transliteration B: keraunoplēktos Transliteration C: keravnopliktos Beta Code: kerauno/plhktos

English (LSJ)

κεραυνόπληκτον, = κεραυνοπλήξ (thundersmitten), Phld. Ir. p. 94 W.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κεραυνόπληκτος, -ον)
ο χτυπημένος από κεραυνό, κεραυνόβλητος
νεοελλ.
μτφ. κατάπληκτος, εμβρόντητος («όταν το άκουσα έμεινα κεραυνόπληκτος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θεόπληκτος, θηριόπληκτος].