κλεφτρόνι

Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
κλέφτης που κλέβει μικρής αξίας πράγματα, μικροκλέφτης, κλεφταράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεφτρ- (πρβλ. κλέφτρα) + κατάλ. -όνι (< ιταλ. -one), πρβλ. καδρ-όνι, κασ-όνι].