κλεφτρόνι

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

το
κλέφτης που κλέβει μικρής αξίας πράγματα, μικροκλέφτης, κλεφταράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεφτρ- (πρβλ. κλέφτρα) + κατάλ. -όνι (< ιταλ. -one), πρβλ. καδρόνι, κασόνι].