οκαλάθι στο οποίο μπαίνει το δόλωμα για το ψάρεμα, κύρτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος «καλάθι», με προφορά του -υ ως -ου (πρβλ. σύξυλη: σούξουλη, φρύγανα: φρούγανα)].