κνημοδέτης

Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ο
ταινία που συγκρατεί τις κάλτσες, καλτσοδέτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνήμη + -δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. λαιμο-δέτης, μυστακο-δέτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].