κοινοπραγώ

Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)
κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο, συμπράττω («τους τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῖν τοῖς Αίτωλοῑς», Πολ.)
αρχ.
συμμετέχω σε κάτι («κοινοπραγεῖν αδικημάτων», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- του πράσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' -πράγ-ην), πρβλ. βιαιο-πραγώ, καλο-πραγώ].