κοιλισκωτός

Revision as of 13:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

v. κοιλίσκος.

Greek Monolingual

κοιλισκωτός, -ή, -όν (Α)
κοίλοςἐκκοπεύς κοιλισκωτός», Παύλ. Αιγ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλίσκος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθ-ωτός, θολ-ωτός)].