κοιλισκωτός
From LSJ
Full diacritics: κοιλισκωτός | Medium diacritics: κοιλισκωτός | Low diacritics: κοιλισκωτός | Capitals: ΚΟΙΛΙΣΚΩΤΟΣ |
Transliteration A: koiliskōtós | Transliteration B: koiliskōtos | Transliteration C: koiliskotos | Beta Code: koiliskwto/s |
v. κοιλίσκος.
κοιλισκωτός, -ή, -όν (Α)
κοίλος («ἐκκοπεύς κοιλισκωτός», Παύλ. Αιγ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλίσκος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκαθωτός, θολωτός)].
= κοιλίσκος, Medic.