κοινοπληθής, -ές (Μ)(για ημέρα) η ημέρα της γενικής συνέλευσης, της συνάθροισης του λαού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. λευκο-πληθής, ομο-πληθής].