κοινοπληθής
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
κοινοπληθής, -ές (Μ)
(για ημέρα) η ημέρα της γενικής συνέλευσης, της συνάθροισης του λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. λευκοπληθής, ομοπληθής].