κοινοπληθής

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

κοινοπληθής, -ές (Μ)
(για ημέρα) η ημέρα της γενικής συνέλευσης, της συνάθροισης του λαού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. λευκοπληθής, ομοπληθής].