κοινοδρομῶ, -έω (Α)τρέχω από κοινού με άλλον, μετέχω σε κοινό δρόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δρομῶ (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. δολιχο-δρομώ, ισο-δρομώ].