κοντόβραδο

Revision as of 13:44, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
σούρουπο, σύθαμπο, η ώρα που πλησιάζει να βραδιάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -βραδο (< βράδυ), πρβλ. από-βραδο, σαββατό-βραδο].