-η, -ο1. αυτός που έχει κομμένη γλώσσα2. αυτός που λέει λίγα λόγια, λιγόλογος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αλλό-γλωσσος, ξενό-γλωσσος].