τοχώρος όπου εκτρέφονται κοχλίες, σαλιγκάρια, για επιστημονικούς ή και εμπορικούς σκοπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τροφείο (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο-τροφείο, ορνιθο-τροφείο].