κοχλιοτροφείο

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

το
χώρος όπου εκτρέφονται κοχλίες, σαλιγκάρια, για επιστημονικούς ή και εμπορικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τροφείο (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριοτροφείο, ορνιθοτροφείο].