το1. χώμα αναμεμιγμένο με κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα2. προϊόν αποσύνθεσης κοπριάς ή φυτικών ουσιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος + χώμα (πρβλ. καστανό-χωμα, κουμαρό-χωμα)].