και κορυφολόγος, οαυτός που κόβει και μαζεύει κορυφές τών φυτών, αυτός που κάνει κορφολόγημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή / κορυφή + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βοτανο-λόγος, καρπο-λόγος.