κορφολόγος
From LSJ
Greek Monolingual
και κορυφολόγος, ο
αυτός που κόβει και μαζεύει κορυφές τών φυτών, αυτός που κάνει κορφολόγημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή / κορυφή + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βοτανολόγος, καρπολόγος.
και κορυφολόγος, ο
αυτός που κόβει και μαζεύει κορυφές τών φυτών, αυτός που κάνει κορφολόγημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορφή / κορυφή + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. βοτανολόγος, καρπολόγος.