κροκίδα

Revision as of 13:56, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

η (Α κροκίς, -ίδος)
κροκύδα
αρχ.
μυγοχάφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «κλωστή, νήμα» + κατάλ. -ίς (πρβλ. σκελ-ίς, φιαλ-ίς)].