κροκύδα
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Greek Monolingual
η (AM κροκύς, -ύδος)
το λεπτό χνούδι που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα
αρχ.
φρ.
1. «κροκεὺς ἑδρική» — υπόθετο
2. «κροκύδας ἀφαιρεῖν» — το να τινάζει κάποιος το χνούδι από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με δουλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) + επίθημα -ύς, -ύδος (πρβλ. πηλαμύς, χλαμύς)].